παρακειμένως

παρακειμένως
Α
επίρρ.
1. κοντά, παράλληλα, παραδίπλα («φησὶ σκύφον εἶναι παρακειμένως ἔχοντα τὰ ὦτα καθάπερ αἱ διάπρῳροι τῶν νεῶν», Αθήν.)
2: μετά από αυτά, έπειτα
3. με όμοιο τρόπο, ομοίως
4. με ευκολία, εύκολα, με ετοιμότητα, εκ τού προχείρου («ἵνα ἑτοίμως δύνηται και παρακειμένως πρὸς τὰ ἐμπίπτοντα ἀπαντᾱν», Αρριαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακείμενος τού παράκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρακειμένως — παράκειμαι lie beside perf part mp masc acc pl (doric) παράκειμαι lie beside pres part mp masc acc pl (doric) παρακειμένως similarly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”